αποκόμματα εφημερίδων, που έχω φυλαγμένα από το 1975
και τα αξιοποίησα σε γυμνάσια-λύκεια,
όταν δίδασκα τα ποιήματά του,
όταν δίδασκα τα ποιήματά του,
αλλά και σε αφιερώματα στα σχολεία ή και εκτός σχολείων...
ήμουν εκεί στην αίθουσα τελετών της Φιλοσοφικής
(μόλις είχα πάρει το πτυχίο μου)...
(μόλις είχα πάρει το πτυχίο μου)...
πέρασε δίπλα μου... τον άγγιξα... μου χαμογέλασε...
21η Απριλίου 1967…
Όταν σου χτυπούν την πόρτα στη νύχτα σε τέτοιους καιρούς , δεν είναι σίγουρα ο γαλατάς… Αξημέρωτα πήγαν στο σπίτι της οδού Παπαναστασίου 56 οι φίλοι , που είδαν τα τανκς στο κέντρο της Αθήνας , και τον συμβούλεψαν να φύγει. Αρνήθηκε… Άνοιξε την έτοιμη γι’ αυτές τις περιπτώσεις «βαλίτσα της εξορίας με τα στοιχειώδη» (δυο αλλαξιές , ξυριστικά , κάποια εντελώς απαραίτητα μικροπράγματα) , και περίμενε… Δεν ήθελε να ζει καταζητούμενος , να τρέμει με το άνοιγμα της πόρτας , με τον ήχο των βημάτων. Εκείνοι που θα αποφάσιζαν να τον συλλάβουν , θα αναλάμβαναν την ευθύνη για την πράξη τους. Σαν όμηρος , θα ήταν και σύμβολο
Το πρωί που έφτασε η αστυνομία , τον βρήκε έτοιμο. Δυο λεπτά , να φορέσει το σακάκι του κι έρχεται…
… Αυτός ήταν ο Γιάννης Ρίτσος...
«…Παραμερίζουμε , ποιητή , για να περάσεις"...
είπε, το 1938, ο Κωστής Παλαμάς
"από πού έρχεται αυτή η
ποίηση, από πού έρχεται αυτό το ρίγος;»
αναρωτιέται ο Λουί Αραγκόν το Φλεβάρη
του 1957 στα Γαλλικά Γράμματα,
με αφορμή τη δημοσίευση της Σονάτας του Σεληνόφωτος...
με αφορμή τη δημοσίευση της Σονάτας του Σεληνόφωτος...
(περισσότερα στο παρακάτω απόκομμα του Ριζοσπάστη, 1980)
Ο Γιάννης Ρίτσος και το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Το 1968 , ενώ ήταν εξορισμένος από τη δικτατορία , αλλά και
βαριά άρρωστος , προτάθηκε για πρώτη φορά για το βραβείο
Νόμπελ από 75 Γάλλους Ακαδημαϊκούς , συγγραφείς και νομπελίστες
Το 1972 , ο Πάμπλο Νερούδα , όταν πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας , δήλωσε : « Ξέρω κάποιον άλλο με περισσότερα προσόντα γι’ αυτή την τιμή : το Γιάννη Ρίτσο ! »
Μετά την πτώση της χούντας , το 1975 , προτάθηκε από βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας για το Νόμπελ : ήταν η 7η φορά !
Μέχρι το 1990 που πέθανε προτάθηκε κι άλλες φορές για Νόμπελ : δεν του το έδωσαν…όμως είναι σαν να το πήρε…
Τι είπαν για το Γιάννη Ρίτσο :
Ο Μάνος Κατράκης ως συνεξόριστος του Γιάννη Ρίτσου :
« Ήμασταν στην ίδια σκηνή. Ξύπναγε το πρωί πριν απ’ όλους. Έκανε έτσι με το ένα χέρι κι άρπαζε το κοντύλι. Με το άλλο άρπαζε το τεφτέρι. Ανασηκωνότανε λιγάκι κι άρχιζε να γράφει , να γράφει , να σκίζει , να πετάει , να φυλάει , να γράφει. Δεν ήθελε να φάει τίποτα. Από τις 5 το πρωί , κάθε μέρα. Πού τα ΄βρίσε , τι έγραφε δεν μπορώ να καταλάβω ». Δε μπορούσε να καταλάβει , μπορούσε όμως να συναισθανθεί πως για να θέλει να σώσει αυτά τα χειρόγραφα , για να τα προφυλάσσει τόσο πολύ , κάτι θα σήμαιναν. Τα χειρόγραφα ήταν μικρά και διπλωμένα σαν λαχνοί. Τα έβαζε μέσα σε μπουκάλια και με τη βοήθεια συγκρατουμένων τα έθαβαν βαθιά στο χώμα , για να τα βρει αργότερα.
Ο Τάσος Λειβαδίτης (ο οποίος τον θεωρούσε δάσκαλό του),
σε σχετικό κείμενό του , μιλούσε για τον κόσμο της ποίησης του Ρίτσου , «που μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να αγαπήσουν τους άλλους γνωρίζοντάς τους , και να συμφιλιωθούν με τον εαυτό τους , πολεμώντας τον». Τη χαρακτήριζε «μια ποίηση αντάξια της σκληρής και θαυμαστής ανθρώπινης μοίρας» και κατέληγε : Και γίνεσαι ικανός και να πεθάνεις ακόμα για έναν τέτοιο κόσμο».
Και ο Λουί Αραγκόν , όταν ο ποιητής τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης , θα συγκινηθεί βαθιά και θα γράψει : « Πρέπει να πούμε πάρα πολύ μεγαλόφωνα πως είναι ένας από τους πιο μεγάλους και τους μοναδικούς ποιητές σήμερα ». Όταν διάβασε τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» , αισθάνθηκε , λέει , «το βίαιο τράνταγμα μιας μεγαλοφυϊας»
Όμως πριν απ’ όλους , ένας άλλος μεγάλος μας ποιητής , ο Κωστής Παλαμάς , το 1938 , έγραψε για το Γιάννη Ρίτσο :
«Το ποίημά σου το πικρό το ζουν ιχώρ κ’ αιθέρας
καθάριος όρθρος της αυγής , μηνάει το φως της μέρας.
Σε μια φρικίαση τραγική χαμογελάει μιας πλάσης
ρυθμός. Παραμερίζουμε , ποιητή , για να περάσεις».
Γεννιέται το Μάϊο του 1909 στη Μονεμβασιά της Λακωνίας από αρχοντική οικογένεια.
Ζει στην Μονεμβασιά , στην Αθήνα , στην Κρήτη και εξορισμένος σε νησιά του Αιγαίου.
Μετά την οικονομική καταστροφή της οικογενείας του , εργάζεται στην Αθήνα, ως δακτυλογράφος , ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα και ως βοηθός βιβλιοθηκάριου. Το 1931 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης. Σκηνοθετεί , παίζει και απαγγέλλει ποιήματα.
Το 1924 δημοσιεύονται ποιήματά του στη «Διάπλαση των Παίδων» με το ψευδώνυμο «Ιδανικόν Όραμα» , ενώ το 1934 εκδίδεται το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο «Τρακτέρ». Χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Ι. Σοστίρ.
Στα νεανικά του χρόνια , που ήταν γεμάτα οικογενειακές οδύνες και προσωπικές περιπέτειες , αντίκρυσε συχνά το στυγνό πρόσωπο του θανάτου , καθώς η αρρώστια απειλούσε τα νιάτα του με αφανισμό. Η αρρώστια όμως δεν τον πτοεί…Καθώς συνεχίζει το οδυνηρό του οδοιπορικό από σανατόριο σε σανατόριο δεν ξεχνάει ποτέ τη ζωή. Η ποίηση και οι αγώνες που αρχίζει δεν τον αφήνουν να σκύψει το κεφάλι. Αισθάνεται «υπεύθυνος ενός κόσμου» , λέει , από την εποχή ακόμη που είναι 21 ετών.
Ως την κήρυξη του πολέμου παλεύει με την αρρώστια και τις βιοτικές ανάγκες. Το θέατρο του προμηθεύει μια κακοπληρωμένη εργασία σ’ αυτό , με δεύτερους ρόλους ηθοποιού και χορευτή.
Στρατευμένο – από την εφηβεία του ακόμη – τον βρίσκει η Κατοχή και η ζωή του συνεχίζεται αυτά τα χρόνια στην Αντίσταση , για να μοιραστεί αργότερα – όπως για χιλιάδες αγωνιστές σε περιόδους αγωνιστικής ελευθερίας – και χρόνια εξορίας στα νησιά. Από το 1948 ως το 1952 στην Λήμνο , στη Μακρόνησο , στον Αη-Στράτη , κι απ’ τον Απρίλιο του ΄67 ως το Δεκέμβριο του ΄70 στη Γυάρο , στη Λέρο και στη Σάμο.
Εξόριστος ή μη , διαρκώς δημιουργεί : Γράφει , σκαλίζει σε πέτρες και ξύλο , ζωγραφίζει , παίζει σε ορχήστρες εξορίστων μαντολίνο , σκηνοθετεί. Στιγμή ανάπαυλας…
Στη Μακρόνησο κρύβει σε μπουκάλια θαμμένα στο χώμα τα ποιήματά του , για να τα βρει αργότερα.
O Γιάννης Ρίτσος είναι ο λυρικός ποιητής που προσπάθησε να μετουσιώσει την τραγική πραγματικότητα της εποχής του σε εικονοπλαστικούς στίχους , οι οποίοι δεν ερμήνευσαν μόνο τον αιώνα του , αλλά όλους τους αιώνες του ελληνισμού , από τον Όμηρο μέχρι τις μέρες μας , σε μια εξαιρετική ενότητα , συνέχεια και συνέπεια.
Η ποίησή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κοινωνικοπολιτική , ένα ποιητικό δηλαδή όπλο κάθε καταπιεσμένου για ελευθερία , ψωμί και δικαιοσύνη.
Αρχικά χρησιμοποίησε τον παραδοσιακό στίχο και φαίνεται να επηρεάστηκε στιχουργικά από τον Παλαμά και θεματικά από τον Καρυωτάκη. Γύρω στα 1935 παρατηρείται μια στροφή στην ποιητική του τέχνη : υιοθετεί τον ελεύθερο στίχο και διαμορφώνει μια καθαρά προσωπική έκφραση.
Η γλώσσα του είναι η σημερινή καθημερινή γλώσσα μπολιασμένη , ανάλογα με τις περιστάσεις , είτε με ποιητικά γλωσσήματα είτε με λαϊκές λέξεις και εκφράσεις , που προέρχονται απ’ την αγροτική , ή την αστική ζωή. Πλουτισμένη άλλοτε με λυρική ευαισθησία και άλλοτε χρησιμοποιώντας ένα ύφος στεγνό και κοφτό προσπαθεί πάντοτε να πετύχει την άμεση συνάντηση με τον αναγνώστη. Αυτό έχει ως επακόλουθο τα περισσότερα ποιήματα του Ρίτσου να έχουν ένα ύφος “κουβεντιαστό” που άλλες φορές χαρίζει τη ζεστασιά και την απλότητα μιας οικείας προσέγγισης και άλλοτε «έναν τόνο καθαρά πληροφοριακό κι απρόσωπο».
Ένας βασικός ποιητικός τρόπος του Ρίτσου είναι η άφθονη χρησιμοποίηση εικόνων , μεταφορών και παρομοιώσεων. Προικισμένος με σπάνια παρατηρητικότητα , γερή μνήμη και πλούσια φαντασία χρησιμοποιεί χιλιάδες εικόνες για να αναπαραστήσει κα να ερμηνεύσει ποιητικά τον κόσμο.
Αρνητικά στοιχεία , ευεξήγητα όμως σ’ αυτή την αστείρευτη ροή στίχων του , είναι οι συχνές επαναλήψεις , οι ανακυκλήσεις θεμάτων , εικόνων , παρομοιώσεων, οι πλατειασμοί , οι παρεκβάσεις , η ρητορικότητα. Όλα τα παραπάνω είναι ο φόρος που πληρώνει ο ποιητής στην έμφυτη πληθωρικότητά του.
Αυτό που έρχεται πρώτο στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου είναι η αδιάκοπη φροντίδα του για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου , η στοργική ματιά του για όλους τους ανθρώπους.
Θέλει ο ποιητής «η ποίησή του να είναι για όλους τους ανθρώπους»
Η ποίησή του διαβάζεται , τραγουδιέται , ενθουσιάζει , εμπνέει…
Τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε 37 γλώσσες. Από το 1958 του είχε απονεμηθεί το πρώτο Κρατικό Βραβείο για το έργο του. Και το 1975, μετά από τόσα χρόνια κατατρεγμού και ανελευθερίας παίρνει το διεθνές βραβείο «Γκεόργκι Δημητρώφ». Στο Παρίσι του απονέμεται το Μεγάλο Βραβείο Ποιήσεως «Αλφρέ ντε Βινύ» και την ίδια χρονιά το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τον αναγορεύει διδάκτορα και «τον ευγνωμονεί που σαράντα χρόνια τώρα υψώνεται κολόνα και φωνή της Ρ ω μ ι ο σ ύ ν η ς ».
Παντρεύτηκε το 1954 και απέκτησε μία κόρη.
Στις εκλογές του 1985 έγινε βουλευτής Επικρατείας με το ΚΚΕ. Το 1989 κυκλοφορούν ο ένατος και ο δέκατος τόμος των «Ποιημάτων» του.
1990 : Πεθαίνει και ενταφιάζεται στη Μονεμβασιά.
Βραβεία – Διακρίσεις
1956 : Εκδίδεται « Η σονάτα του σεληνόφωτος » για την οποία παίρνει το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (εξ ημισείας με τον Άρη Δικταίο
1975 : Το Μάιο του απονέμεται στη Σόφια το Διεθνές Βραβείο «Γκεόργκι Ντιμίτροφ». Ένα μήνα αργότερα , αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης , μετά από πρωτοβουλία του Γ. Π. Σαββίδη. Την ίδια εποχή του απονέμεται το Μέγα Γαλλικό Βραβείο Ποίησης «Αλφρέ ντε Βινύ» και προτείνεται για το Νόμπελ.
1976 : Του απονέμονται το διεθνές βραβείο ποίησης «Αίτνα-Ταορμίνα» και το διεθνές βραβείο ποίησης «Σερένιο-Μπριάντσα» (ιταλικά και τα δύο).
1977 : Του απονέμεται στη Μόσχα το διεθνές βραβείο «Λένιν» για την ειρήνη.
1978 : Ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ (Αγγλία)
1979 : Αναγορεύεται επίτιμος δημότης Λευκωσίας . Του απονέμεται το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης για τον πολιτισμό , από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης και το σοβιετικό παράσημο της « Φιλίας των Λαών ».
1983 : Γίνεται μέλος της επιτροπής απονομής του διεθνούς βραβείου « Λένιν ».
1984 : Αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Καρλ Μαρξ της Λιψίας.
1985 : Του απονέμονται τα ιταλικά βραβεία «Φελίτσε Μαστρογιάννι» , «Λα τσιτά ντελ λο Στρέτο» και της Ακαδημίας της Μπιέλα και το γιουγκοσλαβικό «Χρυσό στεφάνι».
1986 : Του απονέμεται το βραβείο «Ποιητής διεθνούς Ειρήνης» του ΟΗΕ , μετάλλιο από το Εθνικό Νομισματοκοπείο Γαλλίας και το Διεθνές Βραβείο «Λυτές».
1987 : Αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας και του απονέμεται το χρυσό μετάλλιο του Δήμου Αθηναίων .
1989 : Του απονέμεται το μετάλλιο ειρήνης «Γρηγόρη Λαμπράκη» και ο μεγαλόσταυρος του τάγματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
1990 : Του απονέμεται το μετάλλιο «Ζολιό-Κιουρί» , ανώτατη διάκριση του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης.
« Επιτάφιος » : Θεσσαλονίκη , Μάιος 1936
Στις 9 Μαΐου 1936 γίνονται στη Θεσσαλονίκη ταραχές , στη διάρκεια μεγάλης καπνεργατικής απεργίας. Την επομένη ο ποιητής βλέπει στο «Ριζοσπάστη» τη φωτογραφία μιας μάνας που θρηνεί το σκοτωμένο παιδί της… Είναι ο Τάσος Τούσης… Συγκλονίζεται… κλείνεται στη σοφίτα του , στην οδό Μεθώνης , και γράφει τον «Επιτάφιο». Ο «Επιτάφιος» εκδίδεται σε 10.000 αντίτυπα. Με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 , τα τελευταία 250 από αυτά καίγονται στους στύλους του Ολυμπίου Διός.
Ο «Επιτάφιος» , με απόηχους από τον «Επιτάφιο θρήνο» , τα δημοτικά τραγούδια , το μανιάτικο μοιρολόι , την Ερωφίλη αλλά και τη Μάνα του Γκόρκι , θα γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής , ιδίως μετά τη μελοποίησή του από το Μίκη Θεοδωράκη , στη δεκαετία του ΄50.
Ο Τάσος Τούσης θα ταυτιστεί με πολλούς δολοφονημένους αγωνιστές. Όταν ο κόσμος πληροφορείται , έξω από το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης το θάνατο του Γρηγόρη Λαμπράκη , το Μάιο του 1963 , αρχίζει να τραγουδά «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες». Το ίδιο και τον Ιούλιο του 1965 , το βράδυ που ξενυχτούν τον Σωτήρη Πέτρουλα :
Όλα τα χάδια του αγεριού , του κήπου όλες τις βιόλες.
Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα.
Γλυκέ μου , εσύ δε χάθηκες , μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου , στις φλέβες ολουνών , έμπα βαθιά και ζήσε.
« Ρωμιοσύνη » : 1945-1947
Ο Ρίτσος , κυρίως με τα μεγάλα ποιήματα , «Ρωμιοσύνη» και
«Η Κυρά των Αμπελιών» , στρέφεται προς το ελληνικό τοπίο που κοντά του έζησε τα φωτεινά διαλείμματα των παιδικών του χρόνων, αλλά τώρα με καινούρια προοπτική. Το τοπίο συμμετέχει κι αυτό στην ιστορική αυτογνωσία του έλληνα. Έχει επάνω του χαραγμένη την ιστορία της ρωμιοσύνης , είναι η ίδια η ρωμιοσύνη. Το ελληνικό τοπίο «είναι σκληρό σαν τη σιωπή , σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια , σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του , σφίγγει τα δόντια». Είναι περήφανο κι ελεύθερο. «Δε βολεύεται κάτου απ’ τα ξένα βήματα» , «δε βολεύεται με λιγότερο ουρανό , παρά μόνο στον ήλιο». Ταυτίζεται με την αντίσταση.
Τα θέματά τους κοινά. Η ζοφερή ατμόσφαιρα της κατοχής , που δίνεται παραστατικά με εικόνες αντλημένες από τη στυγνή πραγματικότητα , αλλά ταυτόχρονα και συμβολικές. Έρχεται και ξανάρχεται η νύχτα , το σκοτάδι , η αρρώστια , ο θάνατος , η απουσία του φωτός , η σιωπή. Ακολουθεί η αναζήτηση της χαμένης χαράς της ζωής , η προσπάθεια να ξεπεραστούν οι αρνητικές καταστάσεις. Η λύση δίνεται με την αντίσταση. Ο ποιητής τραγουδά όσους βοήθησαν να συμφιλιωθούν φως και άνθρωποι , όσους , με το θάνατό τους , βοηθάνε τη ζωή να «τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα».
Οι θυσίες των αγωνιστών , των φυλακισμένων ,των νεκρών δεν πηγαίνουν χαμένες. Οι ελπίδες για έναν αυριανό κόσμο καλύτερο δυναμώνουν την απόφαση για τον αγώνα να κρατηθεί αυτή η γωνιά της γης. Είναι εκείνοι που «θα σημάνουν την ανάσταση» , που βοήθησαν να γίνει συνείδηση πως «τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας – δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει»
Ο Ρίτσος , κυρίως με τα μεγάλα ποιήματα , «Ρωμιοσύνη» και
«Η Κυρά των Αμπελιών» , στρέφεται προς το ελληνικό τοπίο που κοντά του έζησε τα φωτεινά διαλείμματα των παιδικών του χρόνων, αλλά τώρα με καινούρια προοπτική. Το τοπίο συμμετέχει κι αυτό στην ιστορική αυτογνωσία του έλληνα. Έχει επάνω του χαραγμένη την ιστορία της ρωμιοσύνης , είναι η ίδια η ρωμιοσύνη. Το ελληνικό τοπίο «είναι σκληρό σαν τη σιωπή , σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια , σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του , σφίγγει τα δόντια». Είναι περήφανο κι ελεύθερο. «Δε βολεύεται κάτου απ’ τα ξένα βήματα» , «δε βολεύεται με λιγότερο ουρανό , παρά μόνο στον ήλιο». Ταυτίζεται με την αντίσταση.
Τα θέματά τους κοινά. Η ζοφερή ατμόσφαιρα της κατοχής , που δίνεται παραστατικά με εικόνες αντλημένες από τη στυγνή πραγματικότητα , αλλά ταυτόχρονα και συμβολικές. Έρχεται και ξανάρχεται η νύχτα , το σκοτάδι , η αρρώστια , ο θάνατος , η απουσία του φωτός , η σιωπή. Ακολουθεί η αναζήτηση της χαμένης χαράς της ζωής , η προσπάθεια να ξεπεραστούν οι αρνητικές καταστάσεις. Η λύση δίνεται με την αντίσταση. Ο ποιητής τραγουδά όσους βοήθησαν να συμφιλιωθούν φως και άνθρωποι , όσους , με το θάνατό τους , βοηθάνε τη ζωή να «τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα».
Οι θυσίες των αγωνιστών , των φυλακισμένων ,των νεκρών δεν πηγαίνουν χαμένες. Οι ελπίδες για έναν αυριανό κόσμο καλύτερο δυναμώνουν την απόφαση για τον αγώνα να κρατηθεί αυτή η γωνιά της γης. Είναι εκείνοι που «θα σημάνουν την ανάσταση» , που βοήθησαν να γίνει συνείδηση πως «τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας – δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει»
« Καπνισμένο τσουκάλι » ( 1948 )
Το 1948 συλλαμβάνεται και μετάγεται εξόριστος στο Κοντοπούλι της Λήμνου , όπου έγραψε το « Καπνισμένο τσουκάλι »
« Η καρδιά μου είναι τώρα ένα φαρδύ χωματένιο τσουκάλι
που μπήκε πολλές φορές στη φωτιά
που μαγέρεψε χιλιάδες φορές για τους φτωχούς
για τους ξωμάχους , για τους περατάρηδες
για τους εργάτες και για τις πικρές μανάδες τους
για τον πεινασμένο ήλιο , για τον κόσμο – ναι , για όλο τον κόσμο
- ένα φτωχό , καπνισμένο , μαυρισμένο τσουκάλι που κάνει
καλά τη δουλειά του »
Τα αμέσως μετά τον πόλεμο χρόνια , ως τον εμφύλιο και την ήττα , αναποδογυρίζουν πάλι τα πράγματα. Η τάξη του κόσμου διασαλεύεται . Υψώνονται ξανά αδιαπέραστοι τοίχοι , δημιουργούνται άλλα αδιέξοδα , χάνεται πάλι το φως , έρχεται η εξορία , ο αγώνας για την επιβίωση μέσα από τα πάθη της . Ο ορίζοντας στενεύει απελπιστικά. « Γύρω σε κάθε βλέμμα , στην καρδιά και στην ελπίδα το συρματόπλεγμα »
Και τελειώνει στο «Καπνισμένο τσουκάλι» :……………………………………………………….
είναι σα να βγάζεις ένα φύλλο απ’ το ημερολόγιο
επιταχύνοντας το ρυθμό του κόσμου.
Μ’ όλο που το ξέρεις πως έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ
ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει.
ΈΝΑ τσουκάλι λοιπόν. Τίποτ’ άλλο.
Πήλινο , μαυρισμένο τσουκάλι ,
βράζοντας , βράζοντας και τραγουδώντας ,
βράζοντας πάνω στου ήλιου τη φωτιά και τραγουδώντας.
Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Πολιτικών Κρατουμένων
ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΙ ΛΗΜΝΟΥ ,
Δεκέμβριος 1948 – Φεβρουάριος 1949
«Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» (1968)
Ο ποιητής εξόριστος στη Λέρο και στη Σάμο άρχισε να γράφει τις εμπειρίες του και τη θλίψη του , αλλά και την ελπίδα του για την άνοιξη της Ελλάδας , κάτω από έναν εύστοχο συμβολισμό : τη φύση , που ήταν για τον ποιητή η μόνη διέξοδος και λύτρωση που κράτησε «ολόρθη την ψυχή του».
Τα Λιανοτράγουδα στάλθηκαν κρυφά στη Γαλλία όπου τα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης και τα παρουσίαζε σε συναυλίες.
Ο ποιητής εξόριστος στη Λέρο και στη Σάμο άρχισε να γράφει τις εμπειρίες του και τη θλίψη του , αλλά και την ελπίδα του για την άνοιξη της Ελλάδας , κάτω από έναν εύστοχο συμβολισμό : τη φύση , που ήταν για τον ποιητή η μόνη διέξοδος και λύτρωση που κράτησε «ολόρθη την ψυχή του».
Τα Λιανοτράγουδα στάλθηκαν κρυφά στη Γαλλία όπου τα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης και τα παρουσίαζε σε συναυλίες.
Ραδιοφωνική μου εκπομπή-αφιέρωμα στον Ποιητή, που έγινε στο Ζάππειο, τον Ιανουάριο 2009, στα πλαίσια των 70 χρόνων της Ελληνικής Ραδιοφωνίας
ακούτε εδώ
ακούτε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου