Από τα σατιρικά γυμνάσματα (1908-1909)
Στ’ ακάθαρτα κυλήστε μας του βούρκου,
και πιο βαθιά. Πατήστε μας με κάτι
κι από το πόδι πιο σκληρό του Τούρκου.
Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,
ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες,
οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι,
κομματάρχηδες και κοτσαμπασήδες,
και της γραμματικής οι μανταρίνοι
και της πολιτικής οι φασουλήδες,
ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι!
– Αμάν! Αγά, στα πόδια σου! άκου! στάσου! –
Βυζαντινοί, Γασμούλοι, Λεβαντίνοι.
Ρωμέικο να! Με γεια σου, με χαρά σου.
(Από αφιέρωμα στη βιβλιοθήκη του 1ου Γυμνασίου Καστοριάς)
Εξήντα χρόνια πέρασαν από τότε, που οι φλογεροί στίχοι του Σικελιανού σημάδεψαν το κλείσιμο της ζωής του Κωστή Παλαμά :
"Ηχήστε οι σάλπιγγες…Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…
Βογκήστε, τύμπανα πολέμου…Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!"
Εκείνη τη φλεβαριάτικη μέρα του 1943, όλη η Ελλάδα, που στέναζε κάτω απ’ τον κατακτητή, ακουμπούσε στο φέρετρο του μεγάλου ποιητή και μετέβαλε την κηδεία του σε θριαμβευτικό σάλπισμα ελευθερίας, καθώς εκατοντάδες χιλιάδων Αθηναίοι τον συνόδευαν στην τελευταία του κατοικία, ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο.
Και συνεχίζει ο ποιητής στο ηρωικό επιτάφιο ποίημα :
Βόγκα, Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Αυτές τις σημαίες της εθνικής λευτεριάς και της κοινωνικής προόδου ανέμιζε ο Παλαμάς, στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε το 1859 στην Πάτρα από γονείς Μεσολογγίτες. Έμεινε ορφανός από μητέρα σε ηλικία 7 χρονών κι από τότε έζησε στο Μεσολόγγι μέχρι που τελείωσε το γυμνάσιο. «Όλο το σπιτικό του», όπως σημειώνει ο ίδιος, ήταν λόγιοι, εμπνευσμένοι από την αγάπη της μόρφωσης, της ποίησης και της πατρίδας.
Άρχισε να γράφει στίχους από 9 χρονών. Η μεσολογγίτικη καταγωγή του και ηρωική παράδοση της ιερής πόλης, άφησαν βαθιά τη σφραγίδα τους στον ποιητή. Από εκεί, από το φυσικό και ηρωικό περιβάλλον της Ρούμελης ξεκίνησε για να τραγουδήσει μιαν Ελλάδα όπως την ονειρευόταν. Ο ίδιος θεωρούσε πηγή της έμπνευσής του «τη λεβέντρα πλάση» της χώρας του.
Στα 1875 γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, μα δεν τελειώνει τις σπουδές του, γιατί αφιερώνεται ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία και κυρίως στην ποίηση.
Αρχίζει να συνεργάζεται με τα πιο προοδευτικά περιοδικά της εποχής του. Δημοσιεύει φιλολογικά άρθρα, κριτικές και χρονογραφήματα. Ο Παλαμάς μαζί με άλλους νέους λογοτέχνες της εποχής του, γίνεται πρωτεργάτης και μαχητής για την επικράτηση του δημοτικισμού, για την επιβολή της γλώσσας του λαού όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά γενικότερα σαν γλώσσας επίσημης.
Στα 1887 παντρεύεται τη συμπατριώτισσά του Μαρία Βάλβη, που του συμπαραστάθηκε σ’ όλη του τη ζωή.
Στον πρόλογο της συλλογής του «Τα μάτια της ψυχής μου» (1892) ο Παλαμάς πλέκει έναν ύμνο στην «εθνική γλώσσα των Ελλήνων» που, όπως λέει, είναι η δημοτική γλώσσα.
Οι καθαρευουσιάνοι ξεσηκώνουν το λαό εναντίον του. Τον αποκαλούν προδότη, τον απειλούν με θάνατο, τον απολύουν από τη θέση του γραμματέα του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Μα ο ποιητής συνεχίζει το δρόμο που χάραξε. Με το Διγενή στην καινούρια του συλλογή «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι» (1897) συμβολίζεται η Ελλάδα που βρίσκει πάντοτε δυνάμεις για να συνεχίσει τον αγώνα για την επιβίωσή της.
"Δε χάνομαι στα Τάρταρα
μονάχα ξαποσταίνω.
Στη ζωή ξαναφαίνομαι
και λαούς ανασταίνω."
Ο θάνατος του παιδιού του, το 1898, ρίχνει ένα μόνιμο πένθος στην ψυχή του, πένθος που του ενέπνευσε δύο από τα ποιητικά του αριστουργήματα :«Τάφος» και «Ο πρώτος λόγος των Παραδείσων
Ο Κωστής Παλαμάς πατάει στέρεα στη σύγχρονη πραγματικότητα
στη ζωντανή πραγματικότητα της εποχής του. Με το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» (1907) ζητάει την ανανέωση της ελληνικής ζωής, την αναγέννησή της. Ζητάει να βγει η Ελλάδα από την «απελευθέρωσή» της. Να κινηθεί προς τα μπρος :«Ο δικός μας νόμος είναι ο δρόμος» λέει ο γύφτος. Δηλαδή η κίνηση, η πορεία προς τα εμπρός, αδιάκοπα. Ο Παλαμάς με το «Δωδεκάλογο» φέρνει στο έθνος μας και στην ανθρωπότητα το μήνυμα της νίκης, της αλλαγής και της προόδου.
Μα και μπροστά στο κοινωνικό ζήτημα δεν έμεινε αδιάφορος ο ποιητής. Ήξερε κι έβλεπε με πόνο τα βάσανα, τη φτώχια και την αθλιότητα των καταπιεζόμενων του κάμπου και της πόλης. Να πως εκφράζει τον πόνο του γι’ αυτό :
«Στην αργατιά, στη χωρατιά το χιόνι, η γρίπη, η πείνα, οι λύκοι
Ποτάμια, πέλαγα, στεριές ξολοθρεμός και φρίκη,
χειμώνας άγριος. Κι η φωτιά καλοκαιριά στην κάμαρά μου.
Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου»
Στα 1910 δημοσιεύεται «Η φλογέρα του βασιλιά», ένα μεγάλο επικολυρικό ποίημα. Σ’ αυτό ο Παλαμάς ανασυνδέει το Βυζάντιο με τη σημερινή Ελλάδα, τραγουδάει τις φυσικές ομορφιές των ελληνικών τόπων και προπαρασκευάζει ιδεολογικά το λαό για τον αγώνα που θα ακολουθήσει με σκοπό την απελευθέρωση των σκλαβωμένων ελληνικών επαρχιών. Όπως και στο «Δωδεκάλογο» ο ποιητής βλέπει τον εργαζόμενο λαό σαν την κύρια δύναμη του έθνους η οποία θα το αναπλάσσει επαναστατικά.
Ο Κωστής Παλαμάς ασχολήθηκε με μεγάλη επιτυχία και με τη φιλολογική κριτική. Έγραψε κριτικές μελέτες για τον Κρυστάλλη, το Σολωμό, το Βαλαωρίτη κ.ά. Οι πρόλογοι των έργων του είναι από τα καλύτερα κριτικά δοκίμια της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Σολωμός, ο Βαλαωρίτης, το Δημοτικό Τραγούδι και η Κρητική Λογοτεχνία ήταν οι δάσκαλοί του στην ποίηση.
Ακούραστος εραστής του ωραίου, λάτρης και ειλικρινής υμνητής του, δεν παρέλειπε, ούτε δίσταζε να το παραδεχτεί όπου το συναντούσε, ακόμα και σε νέους, σε πρωτόβγαλτους. Ο Παλαμάς ήταν που όταν διάβασε για πρώτη φορά ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, αναγνώρισε την αξία του και χωρίς επιφύλαξη είπε το περίφημο : «Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις».
Έγραψε ακόμα και διηγήματα από τα οποία το καλύτερό του θεωρείται «Ο θάνατος του παλληκαριού» (1891) Το παλικάρι έχει μια έντονη προσωπικότητα που φτάνει ως τα όρια του συμβόλου. Συμβολίζει τον έλληνα που δεν ανέχεται τις μισές λύσεις, τα ημίμετρα, τους συμβιβασμούς. Που βάζει την ομορφιά και τη λεβεντιά του, πιο πάνω κι από τη ζωή. Πεθαίνει για να μη ζήσει σακατεμένο, άσχημο.
Στα 1903 παρουσιάζει το θεατρικό του έργο «Τρισεύγενη». Ιδανικά της ηρωίδας του είναι η λευτεριά, η δράση, το σπάσιμο των δεσμών της. Είναι ένα μοναχικό άτομο που έρχεται να επιβάλει ένα δικό του νόμο στη ζωή, αντίθετο με το καθιερωμένο.
Στα κατοπινά όμως χρόνια, και κυρίως στην κρίσιμη περίοδο 1923-1940 (ο Παλαμάς το 1923 είναι ήδη 64 ετών), η συμμετοχή του στη λογοτεχνική δραστηριότητα υπήρξε έντονη, αλλά όχι πάντοτε θετική. Δε μπόρεσε να παρακολουθήσει τα σύγχρονα ρεύματα ούτε και να ανανεώσει τη ντόπια ελληνική παράδοση. Βασική αιτία γι’ αυτό ήταν η έλλειψη σωστού κοινωνικού προσανατολισμού και μάλιστα η αρνητική κάποτε στάση του στις έντονες κοινωνικές εξελίξεις του καιρού του.
Έτσι το έργο του της εποχής του Μεσοπολέμου μπορούμε να πούμε ότι χαρακτηρίζεται από βαθιές αντιφάσεις τόσο κατά το μορφολογικό μέρος όσο και κατά το περιεχόμενο.
Πάντως στη συνολική θεώρηση το έργο του Παλαμά βαραίνει περισσότερο προς τη θετική προσφορά παρά προς την αρνητική.
Ο Ποιητής πέθανε σε βαθιά γεράματα στις 27 Φεβρουαρίου του 1943, αφού γνώρισε και τη φρίκη της φασιστικής κατοχής.
Συνεπής προς τον εαυτό του, τη ζωή του και το έργο του, σάλπισε το εγερτήριο της αντίστασης κατά των κατακτητών με τούτους τους στίχους :
«Τούτο το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα
μεθύστε με τα’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα»
Ο λαός της Αθήνας, όπως είπαμε και στην αρχή, αψηφώντας τον κατακτητή συνόδεψε τον Παλαμά στον τάφο μ’ όλο το σεβασμό και την αγάπη του, τραγουδώντας τον Εθνικό μας Ύμνο.
Παλαμάς και Γλώσσα
Ένας υπουργός Παιδείας καλεί στο γραφείο του έναν ποιητή δημόσιο υπάλληλο. Τον παρατηρεί …για τη «χύδην διάλεκτον» στα ποιήματά του και τον… «διατάσσει επί ποινή απολύσεως, να μη γράφει του λοιπού τα ποιήματά του ως τα έγραφεν, αλλά να τα γράφει εις γλώσσαν… αρχαϊκοτέραν».
Συνέβη πριν 100 περίπου χρόνια. Ο υπουργός ήταν ο τότε πολιτευτής Ανδρέας Στεφανόπουλος κι ο υπάλληλος ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς, γραμματέας εκείνη την εποχή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Το γεγονός ξεσήκωσε τεράστιο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και σάλο στην προοδευτική πνευματική παράταξη. Όλοι στράφηκαν με περιέργεια στο φτωχό λόγιο - δημόσιο υπάλληλο, να δουν τις αντιδράσεις του. Εκείνος όχι μόνο αρνιέται την «υπουργική διαταγή», αλλά σε λίγους μήνες κυκλοφορεί στη ζωντανή λαλιά μια νέα συλλογή, πλημμυρισμένη από λαϊκό φως, με τον τίτλο «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου». Στον πρόλογό της, σαν είδος απάντησης στην προϊσταμένη αυθαιρεσία, αφήνει και τον επιγραμματικό τούτο λόγο, σταθμό στη γραμματεία μας :
«Είμαι ο ποιητής – γράφει – βέβαια ένας ποιητής μέσα στους πολλούς, απλός στρατιώτης του στίχου, όμως πάντα ο ποιητής που θέλει να κλείσει μέσα στους στίχους του τους πόθους και τα ρωτήματα του παντοτινού ανθρώπου και του πολίτη, τις έγνοιες και τους φανατισμούς. Μπορεί να μην είμαι άξιος πολίτης, μα δεν μπορεί να είμαι μονάχα ο ποιητής του εαυτού μου. Είμαι ο ποιητής του καιρού μου και του γένους μου».
Για το ποίημα « Πατέρες » : Μέσα στο ποιητικό έργο του ο Παλαμάς πολλές φορές παραγγέλλει στις νέες γενιές να συνεχίσουν τον πνευματικό διαφωτισμό του λαού και να αγωνιστούν για την προκοπή του. Τους συμβουλεύει να κρατήσουν από την παράδοση ό,τι συμφωνεί με τις αλλαγμένες κοινωνικές συνθήκες, και να γκρεμίσουν ό,τι έχει ξεπεραστεί και εμποδίζει την πρόοδο.
Ο Ξενόπουλος για τον Παλαμά
«Ο ποιητής ήταν φαιδρότατος, ευθυμότατος, ομιλητικότατος, γελαστικότατος. Στιγμές-στιγμές, στο σπίτι του με φίλους του, μου φαινόταν σαν αμέριμνο παιδί. Ευχαριστιόταν να μας διηγιέται παλιά ανέκδοτα, αστεία περιστατικά της ζωής του, απ’ την παιδική του ηλικία ως τα χθεσινά του, της ημέρας του. Και σπαρτάριζε από τα γέλια, ακούγοντας τα περίφημα ανέκδοτα του Μαλακάση ή της κυρίας Παλαμά. Μας έπαιζε και φάρσες, μασκαρευόταν ακόμα για να γελάμε – όταν, εννοείται, ο κύκλος ήταν πολύ στενός – και ποτέ δε θα τον ξεχάσω όπως μας παρουσιάστηκε ένα βράδυ σα στρατιώτης, με τα …αγιοβασιλιάτικα άρματα των παιδιών του.
Ζωηρά τον θυμάμαι και σε μια εκδρομή που κάναμε πανστρατιά στην Πεντέλη, καβάλα σ’ ένα γαϊδουράκι, όπου, δίπλα στον ποιητή, είχαν φορτώσει και τις κουλούρες του γεύματός μας, να θέλει «να προσφωνήσει τα πλήθη», δηλαδή εμάς που ακολουθούσαμε.
Αλλά η ευδιαθεσία του εκείνη κόπηκε απότομα με το θάνατο του μικρού Άλκη. Από τη μαύρη μέρα που του πήρε ο Χάρος « τωραίο αγόρι, σπλάχνο του », δεν ξαναείδαμε τον πατέρα να γελάει όπως πρώτα…»
Ύμνος Ολυμπιακών Αγώνων : Η κίνηση για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων άρχισε στα τέλη του περασμένου αιώνα με εμψυχωτή το Γάλλο Πιέρ ντε Κουμπερτέν. Το 1896 έγιναν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα. Με την ευκαιρία ανατέθηκε στον Παλαμά να γράψει τον ύμνο των αγώνων. Ήταν αυτό μια πρώτη επίσημη αναγνώριση της ποιητικής αξίας του.
Η μελοποίηση του ύμνου έγινε από τον Σπυρ. Σαμάρα.
Ο Γιώργος Σεφέρης για τον Παλαμά
Να τι έγραψε ο Σεφέρης για το θάνατο του Παλαμά
« Ο Κωστής Παλαμάς δεν πέθανε. Ο Παλαμάς ζει.
Υπάρχει παντού όπου υπάρχει ελληνική φωνή. Υπάρχουν πραγματικά άνθρωποι που δεν πεθαίνουν. Γιατί η ζωή τους στάθηκε τέτοια, που ανοίγεται, σαν τις ρίζες των μεγάλων δένδρων και σαν τις φλέβες του κρυφού νερού, ανάμεσα στο λαό τους.
……………………………………………………………………………
Ο Παλαμάς είναι πολλά πράγματα. Άλλα αρέσουν και άλλα δεν αρέσουν. Ένας φίλος μου που δεν αγαπούσε τον ποιητή έλεγε : «Όταν ξεσπάσουν τα νερά και γίνουν καταρράχτες, δεν κατεβάζουν μόνο μενεξέδες κι αγριολούλουδα, κατεβάζουν και πέτρες και «κοτρόνια».
……………………………………………………………………………..
Θαρρώ πως στον τόπο μας – συνεχίζει ο Σεφέρης – όπου όλοι είμαστε τόσο πικρά αυτοδίδακτοι, κανένας άλλος, σαν αυτόν, δεν έδειξε τέτοια και τόσο ταπεινή φροντίδα για τις δοκιμές εκείνων που έμπαιναν στον προθάλαμο της τέχνης.
Πάει ο μεγαλόκαρδος γέρος !
……………………………………………………………………………..
Ο Παλαμάς είναι μια μεγάλη ζωή, ένα γυμνό αντρίκειο σώμα που παλεύει και χτυπά ολοένα για να γκρεμίσει ένα αψηλό παλιό φράγμα που εμποδίζει να ξεχυθούν πέρα στον κάμπο τα νερά της λευτεριάς. Και το γκρέμισε το θεόρατο τείχος. Και τα νερά λευτερώθηκαν και τρέχουν ακολουθώντας τη μοίρα τους. Έτσι ο Παλαμάς στάθηκε μια δύναμη της φύσης. Της ελληνικής πνευματικής φύσης. Ρίζωσε, απλώθηκε, ελευθέρωσε την ψυχή, όχι ενός μικρού λαού της Βαλκανικής, αλλά ενός απέραντου λαού : του ελληνικού πνευματικού λαού.
Από τον Παλαμά και πέρα ο δρόμος είναι ανοιχτός, όχι εύκολος.
Από τα σατιρικά γυμνάσματα (1908-1909)
Δεν ξέρω εγώ κανένα θεό Χρέος,
ένα θεό εγώ ξέρω· την Αγάπη.
Αγάπη, από το χρέος σου είμ’ ωραίος.
Εσύ με κάνεις δούλο, εσύ σατράπη,
φτερά τα κάνεις τα σκοινιά τού γάμου•
πότε με δέρνεις, βέργα ενός αράπη,
πότε ανθείς, περιβόλι ολόγυρά μου.
Εσύ με τα βαθιά τα καταφρόνια
με γιομίζεις• πλαταίνεις την καρδιά μου,
σα θάλασσας αγέρας τα πλεμόνια.
Έρωτα εσύ, μονάρχη και γενάρχη !
Εσύ τυφλή και η Μοίρα, εσύ και η Πρόνοια.
Ό,τι δεν αγαπούμε, δεν υπάρχει.
Από το ποίημα : Πατέρες
Παιδί το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του
...........................................
Από τον Κύκλο των Τετράστιχων
Στην αργατιά, στη χωρατιά το χιόνι, η γρίπη, η πείνα, οι λύκοι.
Ποτάμια, πέλαγα, στεριές ξολοθρεμός και φρίκη.
Χειμώνας άγριος. Κι η φωτιά καλοκαιριά στην κάμαρά μου.
Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου
Ολυμπιακός Ύμνος
Αρχαίον Πνεύμα Αθάνατο, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ' αληθινού,
κατέβα, φανερώσου κι άστραψ' εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ' ουρανού.
Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι
στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή,
και με τ' αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί.
Κάμποι, βουνά, και πέλαγα φέγγουν μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός,
και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου,
Αρχαίον Πνεύμα Αθάνατο, κάθε λαός.
Από το :
Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907)
Δουλεύτε τον ξανά τον κόσμο
............................
Όσα βουνά κι αν ανεβείτε
απ' τις κορφές τους
θ' αγναντεύτε άλλες κορφές
ψηλότερες,
μιαν άλλη πλάση ξελογιάστρα
..........................
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου